κονιακοποιείο

κονιακοποιείο
το
εργοστάσιο παραγωγής κονιάκ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κονιακοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κονιακοποιείο — το εργοστάσιο παρασκευής κονιάκ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”